Μια ζωντανή βιβλιοθήκη

Μια ζωντανή βιβλιοθήκη
Έλα και εσύ στο παραμύθι

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Μανούλα σε αγαπώ!!!!!

Με αφορμή την γιορτή της μητέρας, διαβάσαμε ένα λαικό παραμύθι με τον τίτλο:
H κουκουβάγια και η πέρδικαΛαϊκό παραμύθι
Εκτύπωση
Μια μέρα συνάχτηκαν όλα τα πουλιά και συμφώνησαν να βάλουν τα παιδιά τους στο σχολείο να μάθουν γράμματα. Ήβραν και δάσκαλο και τον διόρισαν. Άνοιξε το σχολείο κι επήραν τα παιδιά τους και τα έγραψαν.
  Ύστερα από λίγες μέρες, μερικά παιδιά πήγαν στο σχολείο και δεν ήξεραν το μάθημά τους. Ο δάσκαλος τα άφησε νηστικά το μεσημέρι. Μέσα στα παιδιά που έμειναν τιμωρία ήταν και το παιδί της κουκουβάγιας.
  Η κουκουβάγια, άμα είδε πως εσχόλασαν τα παιδιά το μεσημέρι και το μωρό της δεν εσχόλασε, επήρε λίγο ψωμί και επήγε στο σχολείο να του το δώσει.
  Καθώς επήγαινε, την έφτασεν η πέρδικα. Έμεινε κι εκείνης το μωρό της νηστεία, κι επήγαινε να του δώσει λίγο ψωμί. Λέγει η πέρδικα της κουκουβάγιας:
  – Να χαρείς τα μάτια σου, γείτονα· έχω πολλή δουλειά και σε παρακαλώ να πάρεις και του μωρού μου το φαΐ του.
  – Το παίρνω γειτόνισσα, λέγει η κουκουβάγια, αλλά δεν ξέρω το μώρο σου ποιο είναι.
  – Ω, λέγει η πέρδικα, όσο γι’ αυτό, είναι πολύ εύκολο να το βρεις. Το μωρό μου είναι το πιο όμορφο μωρό του σχολείου!
  Η κουκουβάγια πήγε στο σχολείο. Παρακάλεσε το δάσκαλο, κι αυτός εδέχτηκε να δώσει το ψωμί του μωρού της. Ύστερα είπε του δασκάλου να την αφήσει να δει όλα τα παιδιά. Εκοίταξε καλά καλά, δεν ήβρε το μωρό τη πέρδικας. Εγύρισε πίσω, επήγε και ήβρε την πέρδικα και της έδωσε το ψωμί της και της λέει:
  – Τι να σου κάμω! Εκοίταζα μιαν ώρα και δεν το ήβρα το μωρό σου, γιατί μες στο σχολείο δεν ήταν ομορφότερο μωρό από το δικό μου!

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975) (πηγή: http://www.snhell.gr/kids/content.asp?id=91&cat_id=4)

Αγαπητοί μας φίλοι, πώς νομίζετε πως νιώθει η δική σας μανούλα για εσάς; Γράψτε τις λέξεις που χρησιμοποιεί για να εκφράσει τα συναισθήματα της.....

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Πώς να πιάσεις ένα αστέρι

Μια φορά ένα αγόρι ήθελε να πιάσει ένα αστέρι. Προσπαθούσε να το πιάσει αλλά ήταν πολύ μακρυά στον ουρανό. Μετά αποφάσισε να πάει με τον πύραυλο αλλά έπρεπε να μετρήσει τους αριθμούς ανάποδα  και δεν το ήξερε. Πέταξε ένα σωσίβιο για να το πιάσει αλλά ηταν πολύ βαρύ και έπεσε. Ζήτησε τη βοήθεια ενός γλάρου αλλά εκείνος δεν βοήθησε γιατί δεν τον ένοιαζε για το αστέρι. Έφαγε το κολατσιό του και περίμενε και περίμενε να βγει το αστέρι αλλά τίποτα. Ξύπνησε το πρωί και δεν βρήκε το αστέρι. Μετά το αστέρι έπεσε στη θάλασσα και περίμενε να βγει στην παραλία για να το πιάσει. Έγιναν φίλοι ήταν το δικό του αστέρι.

Φίλοι μας μπορείτε να μας πείτε τι θα ευχόσασταν σε ένα αστέρι;

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Η ΦΥΛΛΙΣ, Η ΟΜΟΡΦΗ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ.....

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν μία κοπέλα που την έλεγαν Φυλλίς. Η Φυλλίς ήταν πολύ όμορφη κοπέλα. Μια μέρα ο Δημοφώντας, ο γιος του Θησέα, πήγε στο κάστρο της Φυλλίς και όταν την είδε την ερωτεύτηκε. Και είπε στον πατέρα της, τον βασιλιά, να την παντρευτεί. Και την πήρε για γυναίκα του. Ο Δημοφώντας ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του την Αθήνα. Έφυγε από την Θράκη και πήγε στην Αθήνα. Η Φυλλίς στεναχωριόταν γιατί έλειπε ο Δημοφώντας και κάθε μέρα πήγαινε στην αμυγδαλιά, ανέβαινε και κοίταγε από ψηλά αν επιστρέφει σπίτι ο Δημοφώντας. Όμως, ο αγαπημένος της δεν ερχόταν και εκείνη έκλαιγε στην αμυγδαλιά. Μετά πέθανε από την στεναχώρια της και η ψυχούλα της πήγε μέσα στον κορμό της αμυγδαλιάς. Ο Δημοφώντας έμαθε ότι πέθανε η Φυλλίς και πήγε και αγκάλιασε το δέντρο κλαίγοντας. Όταν αγκάλιασε το δέντρο, έβγαλε άσπρα λουλούδια και από τότε η αμυγδαλιά κάθε χρόνο, τον χειμώνα, τον Φεβρουάριο, ανθίζει.


Αγαπημένοι μας φίλοι, τι νομίζετε ότι συνέβη στον Δημοφώντα από εκεί και πέρα;



 

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Ο Τζακ και η φασολιά

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα αγοράκι. Είχε μία αγελάδα και ζούσε μαζί με τη μαμά του. Αλλά μία μέρα έδωσε την αγελάδα σε ένα γέρο γιατί δεν είχαν λεφτά και ο γέρος του έδωσε φασόλια. όταν τον είδε η μαμά του νευρίασε και τα πέταξε έξω. Τότε έγινε μία μεγάλη φασολιά. Δεν το ήξεραν οτι θα βγει τόσο μεγάλη φασολιά αλλά το είδαν και χάρηκαν. Ανέβηκε ο Τζακ στη φασολιά και είδε ένα κάστρο. Εκεί ψηλά πάνω στα σύννεφα χτύπησε την πόρτα και είδε μία κυρούλα. Τον  πήρε μέσα στο κάστρο και τον έκρυψε για να μην τον δει ο γίγαντας και να μη θυμώσει. Την ώρα που κοιμόταν ο Τζακ πήρε τη χήνα που έκανε χρυσά αυγά, πήρε την άρπα που έπαιζε μόνη της μουσική, πήρε και την κυρούλα και άρχισαν να κατεβαίνουν. Τότε ξύπνησε ο γίγαντας κυνήγησε τον Τζακ και ο Τζακ κατέβηκε έδεσε τη φασολιά με ένα σκοινί το τράβηξε και έφυγε μακρυά ο γίγαντας σαν πύραυλος. Έζησαν ευτυχισμένα ο Τζακ, η μαμά του η χήνα που έκανε τα χρυσά αυγά και η άρπα που έπαιζε ωραία μουσική για να χορεύουν. 

Διαβάσαμε "Το Γαϊτανάκι"

Αγαπημένοι μας φίλοι,
Διαβάσαμε το παραμύθι που μας στείλατε και μας άρεσε πολύ. Για αυτό τραγουδήσαμε για εσάς το τραγούδι των παιδιών. Ακούστε το:


Επειδή θέλουμε να σφίξουμε τα χέρια μαζί σας αλλά είσαστε πολύ μακρυά για αυτό σας στέλνουμε τα χέρια μας και αν θέλετε να φέρουμε μαζί την Ειρήνη ακουμπήστε τα και τότε η Ειρήνη σίγουρα θα έρθει. Σας στέλνουμε την αγάπη μας και φυσικά τα χέρια μας. 

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΓΑΙΤΑΝΑΚΙ της Ζωρζ Σαρή.......

Μία φορά και έναν καιρό ήταν ένας παππούλης ο γερό- Νικόλας. Ο  γερό- Νικόλας ζούσε μόνος του σε ένα σπίτι που είχε πολλά λουλούδια. Μία μέρα, ένιωσε μοναξιά γιατί άκουσε τα παιδάκια να τραγουδάνε

Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
και ολόκληρη την γη μας
θα αγκάλιαζε θαρρώ!!!!!

Η σκέψη του ήταν από τότε στα παιδιά και σκέφτηκε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και να πει σε όλους τους ανθρώπους να πιάσουνε τα χέρια τους και να στήσουνε χορό και να αγκαλιάσουν την γη. Δεν είχε όμως λεφτά για το ταξίδι του και έπρεπε να πάει στην δουλειά. Σκέφτηκε λοιπόν, να πάει στον γιατρό και να του δώσει χάπια που θα τον κάνουν νέο και δυνατό. Πήγε σε μία πόλη με το τρένο και όταν πήρε τα χάπια έγινε νέος.
Ξεκίνησε το ταξίδι του με το τρένο και άρχισε να λέει στους ανθρώπους για το γαιτανάκι. Τους ζήταγε να πιάσουν σφιχτά τα χέρια τους και να αγκαλιάσουν όλη την γη, να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Κάποιοι είπαν ναι αλλά κάποιοι είπαν όχι. Δεν θέλανε να τραγουδήσουν γιατί δεν είχαν χρόνο.
Ο Νικόλας όμως συνεχώς τους έλεγε να έρθουν να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Δεν σταμάτησε ποτέ για να ακούσουν και αυτοί που έλεγαν όχι. Το είπε στο δημαρχείο, το είπε στην φυλακή, στους κλέφτες, στην αστυνομία, στον Δικαστή, στους ναύτες, στους φρουρούς. Είπε με δυνατή φωνή:
<< ξεχάστε την λύπη, ξεχάστε τον θυμό και ελάτε να αγκαλιάσουμε ο ένας τον άλλον>>.

Έτσι λοιπόν , την πρώτη μέρα της Άνοιξης, όλοι οι άνθρωποι που ήταν φίλοι του Νικόλα, αγόρια και κορίτσια, άσπροι και μαύροι, εχθροί και φίλοι, ναύτες και στρατιώτες, μεγάλοι και μικροί χόρεψαν και τραγούδησαν πιάνοντας τα χέρια και αγκαλιάζοντας όλη την γη.

Ο Νικόλας έβγαλε γενειάδα και ξαναέγινε ο γερό-Νικόλας γιατί είχε πετύχει αυτό που ήθελε στην ζωή του. Ήταν πια καιρός να πάει χαρούμενος στο σπίτι του.
Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.